- σανδαρακίζω
- σανδᾰρακ-ίζω, v.l. [suff] σανδᾰρακ-χίζω,A to be bright red, Dsc.5.104.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σανδαρακίζω — και δ. γρφ. σανδαραχίζω Α [σανδαράκη] έχω λαμπερό ερυθρό χρώμα … Dictionary of Greek
σανδαρακίζον — σανδαρακίζω to be bright red pres part act masc voc sg σανδαρακίζω to be bright red pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)